- σωματοφυής
- σωμᾰτο-φῠής, ές,A corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοφυής — ές, Α αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση. επίρρ... σωματοφυῶς Α σύμφωνα με τη φύση τού σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).… … Dictionary of Greek
σωματοφυές — σωματοφυής corporeal masc/fem voc sg σωματοφυής corporeal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυῶς — σωματοφυής corporeal adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυώς — Α επίρρ. βλ. σωματοφυής … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek